Project Description
Όγκοι των Ωοθηκών
Από τα πιο σοβαρά προβλήματα σήμερα είναι η διάγνωση και η θεραπεία των ωοθηκικών όγκων. Οι παθήσεις των ωοθηκών είναι συνήθως σιωπηλές με αποτέλεσμα να έχουμε καθυστέρηση στη διάγνωσή τους. Οι όγκοι των ωοθηκών μπορεί να είναι κυστικοί ή συμπαγείς, λειτουργικοί ή μη λειτουργικοί, καλοήθεις ή κακοήθεις.
Η διάταση της κοιλίας της γυναίκας είναι το πιο συχνό σύμπτωμα και προκαλεί πόνο και δυσφορία, ενώ μπορεί να εμφανισθούν συχνουρία, επίσχεση ούρων, υδρονέφρωση καθώς και διαταραχές κενώσεων. Η διάγνωση γίνεται με υπερηχογραφικό έλεγχο καθώς επίσης και με την αξονική ή τη μαγνητική τομογραφία. Βοηθούν στη διάγνωση, επίσης, ο προσδιορισμός στο αίμα των καρκινικών δεικτών.
Οι ωοθηκικοί όγκοι διακρίνονται σε λειτουργικές κύστεις τους καλοήθεις όγκους και τους κακοήθεις όγκους.
Οι λειτουργικές κύστεις όπως οι ωοθυλακικές κύστεις και οι κύστεις του ωχρού σωματίου εμφανίζονται στην αναπαραγωγική ηλικία και μπορεί να είναι ασυμπτωματικές ενώ περιέχουν ωοθυλακικό υγρό.
Οι περισσότερες απορροφώνται εντός 30-60 ημερών. Η λήψη αντισυλληπτικών ή προγεστερόνης μπορεί να βοηθήσει την πιο γρήγορη υποχώρησή τους και πολύ σπάνια απαιτείται χειρουργική επέμβαση.
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών χαρακτηρίζεται από διαταραχές έμμηνου ρύσεως, υπερτρίχωση, παχυσαρκία, υπογονιμότητα και αυξημένα ανδρογόνα ενώ μερικές φορές έχει διαπιστωθεί αντίσταση στην ινσουλίνη. Η αιτία του συνδρόμου δεν είναι γνωστή, ενώ η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εικόνα, στα ευρήματα από τον υπέρηχο κάτω κοιλίας, στον έλεγχο της πυέλου με λαπαροσκόπηση και στον έλεγχο των γυναικείων ορμονών, όπου έχουμε φυσιολογικά επίπεδα της FSH και αυξημένη LH.
Η θεραπεία εξαρτάται από το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η γυναίκα. Για τη ρύθμιση της κλινικής εικόνας συστήνεται η απώλεια βάρους, ενώ με τα αντισυλληπτικά ρυθμίζεται η αραιομηνόρροια. Για τη διαταραχή του κύκλου μπορεί να χορηγηθεί και η μετφορμίνη. Όταν παρουσιάζεται υπογονιμότητα χορηγείται κλομιφένη. Η λαπαροσκοπική διάτρηση (drilling) των ωοθηκών βοηθά στην ρύθμιση της περιόδου και τη σύλληψη.
Οι καλοήθεις όγκοι της ωοθήκης μπορεί να είναι επιθηλιακοί, όπως το ορώδες κυσταδένωμα, το βλεννώδες κυσταδένωμα, ενδομητροειδείς όγκοι, όγκοι από διαυγή κύτταρα, όγκοι του Brenner, ή μπορεί, επίσης, να προέρχονται από τα αρχέγονα γεννητικά κύτταρα όπως οι δερμοειδείς κύστεις ή το ώριμο κυστικό τεράτωμα, ενώ όγκοι από το στρώμα και τη γεννητική ταινία είναι οι κοκκιοκυτταρικοί όγκοι, το ίνωμα, το αρρενοβλάστωμα και τέλος το ενδομητρίωμα, το οποίο έχει σοκολατοειδές υγρό.
Η διάγνωση γίνεται κατά κανόνα με τον υπερηχογραφικό έλεγχο, την κλινική εξέταση, ενώ μπορεί να βοηθήσουν η αξονική και μαγνητική τομογραφία. Η θεραπεία γίνεται με λαπαροσκοπική αφαίρεση των όγκων ή με λαπαροτομία ανάλογα με την περίπτωση της ασθενούς.
Ο καρκίνος των ωοθηκών αποτελεί το 25% των κακοήθων όγκων του γεννητικού συστήματος και προσβάλει κυρίως γυναίκες 40-65 ετών και προέρχεται από επιθηλιακά κύτταρα (85-90%) από τα αρχέγονα κύτταρα, από γεννητικά κύτταρα μπορεί όμως και να είναι μεταστατικοί.
Η διάγνωση συνήθως δεν γίνεται έγκαιρα με αποτέλεσμα να έχουμε υψηλό ποσοστό θνησιμότητας . Η θεραπεία είναι χειρουργική και εξαρτάται από το στάδιο της νόσου. Συνήθως διενεργείται υστερεκτομή μαζί με τα εξαρτήματα, επιπλεκτομία και λήψη βιοψίας από το περιτόναιο για σταδιοποίηση του όγκου. Η χημειοθεραπεία είναι συμπληρωματική με ικανοποιητική απάντηση.